- πρεσβευτικός
- -ἡ, -ὁ / πρεσβευτικός, -ή, -όν, ΝΑ [πρεσβευτής]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πρεσβευτή ή στην πρεσβεία (α. «πρεσβευτικό διάβημα» β. «πρεσβευτική διάσκεψη»«κατά τοὺς πρεσβευτικοὺς ἀγώνας», Πολ.).επίρρ...πρεσβευτικώς / πρεσβευτικῶς ΝΑκατά τρόπο πρεσβευτικό.
Dictionary of Greek. 2013.
Look at other dictionaries:
πρεσβευτικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβευτικός — [прэзвэфтикос]εκ. посольский … Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь)
πρεσβευτικός — ή, ό αυτός που ανήκει η αναφέρεται στον πρεσβευτή: Πρεσβευτική διάσκεψη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρεσβευτικά — πρεσβευτικός of neut nom/voc/acc pl πρεσβευτικά̱ , πρεσβευτικός of fem nom/voc/acc dual πρεσβευτικά̱ , πρεσβευτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβευτικῶν — πρεσβευτικός of fem gen pl πρεσβευτικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβευτικόν — πρεσβευτικός of masc acc sg πρεσβευτικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβευτικαῖς — πρεσβευτικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβευτικούς — πρεσβευτικός of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβευτικῆς — πρεσβευτικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβευτική — πρεσβευτικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)